Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

με το παραμικρό

См. также в других словарях:

  • παραμικρός — ή, ό 1. πάρα πολύ μικρός, ελάχιστος («ο παραμικρός θόρυβος τόν ενοχλεί») 2. (για πρόσ.) ο πολύ νεαρός («δεν σού είπα εγώ, παιδάκι μου, παραμικρός παντρέψου», δημ. τραγούδι) 3. το ουδ. ως ουσ. το παραμικρό η ελάχιστη αιτία 4. φρ. «με το παραμικρό» …   Dictionary of Greek

  • μυγιάγγιχτος — η, ο αυτός που θίγεται με το παραμικρό, που θυμώνει με ασήμαντη αφορμή, ο υπερευαίσθητος: Είναι μυγιάγγιχτη και θυμώνει με το παραμικρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • αδεεστάτως — ἀδεεστάτως επίρρ. (Μ) χωρίς τον παραμικρό φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδεέστατος, υπερθ. τού επιθ. ἀδεής] …   Dictionary of Greek

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • βουβάλιον — βουβάλιον, το (AM) 1. είδος άγριου αγγουριού 2. πληθ. βουβάλια, τα είδος βραχιολιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι βουβάλιον < βου επιτατικό (< βους) + βάλλω, πιθ. από συσχετισμό προς τη βίαιη πτώση του ώριμου καρπού από το δέντρο με το… …   Dictionary of Greek

  • για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… …   Dictionary of Greek

  • γιώτα — Το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Βλ.λ. Ι,ι. * * * το 1. το ένατο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου (ι, Ι) 2. φρ. «δεν αλλάζω ούτε ένα γιώτα» δεν αλλάζω ούτε το παραμικρό από όσα είπα ή έγραψα. [ΕΤΥΜΟΛ. γιώτα < ιώτα*, με ανάπτυξη j από τη… …   Dictionary of Greek

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»